- μυρτόσπληνον
- μυρτό-σπληνον, τό,A = μυοσωτίς, Ps.-Dsc.4.86 codd. [suff] μυρτό-χειλα, τά, labia majora pudendorum, Ruf.Onom.112:—also [suff] μυρτο-χειλίδες, αἱ, Poll.2.174.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυρτόσπληνον — μυρτόσπληνον, τὸ (Α) μυοσωτίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + σπλην, σπληνός] … Dictionary of Greek
μυρτόσπληνον — labia majora pudendorum neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)